Οι θέσεις και η χρονολόγησή τους
της Μαρίζας Μαρθάρη
Η Χαλανδριανή και το Καστρί βρίσκονται στα βορειοανατολικό παράλια της ορεινής Βόρειας Σύρου ή Απάνω Μεριάς. Αγναντεύουν την Τήνο και την Άνδρο. Χάλανδρα ονοµάζεται µικρό εύφορο οροπέδιο που εκτείνεται ως τη θάλασσα µε δύο βραχώδεις κλιτύες. Στο ψηλότερο σηµείο του στα νότια υπάρχει ναΐδριο της Παναγίας της Χαλανδριανής. Στα δυτικά του οροπεδίου των Χαλάνδρων βρίσκεται το απόκρηµνο ύψωµα Καστρί που το ανώτατο πέτρωµά του είναι το µάρµαρο. Τα χωρίζει η βαθειά χαράδρα της Ποταµιάς που καταλήγει στον όρµο της Κλεισούρας. Σε ορισµένα σηµεία της αναβλύζει νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Με τις ανασκαφές που διεξήχθησαν στην περιοχή κατά τον προηγούμενο και τον παρόντα αιώνα ήλθε στο φώς ο οχυρωµένος οικισµός του Καστριού, που βρίσκεται στην κορυφή του οµώνυµου υψώµατος και το εκτεταµένο νεκροταφείο της Χαλανδριανής που οι συστάδες των τάφων του απλώνονταν σε ολόκληρο το οροπέδιο των Χαλάνδρων, στα βορειοανατολικά του σύγχρονου οικισµού της Χαλανδριανής και έφθαναν ως τη θάλασσα.
Ο οχυρωµένος οικισµός χρονολογείται σήµερα στην φάση Καστρί (2.300-2.200 π.Χ. περίπου). Το νεκροταφείο περιλαµβάνει κυρίως τάφους της προγενέστερης Πρωτοκυκλαδικής περιόδου (φάση Κέρος-Σύρος, 2.700- 2.400/2.300 π.Χ. περίπου) και ορισµένους µόνο συγχρόνους µε τον οικισµό του Καστριού. Επίσης στην περιοχή υπάρχει και δεύτερος προϊστορικός οικισµός, ο οικισµός της Χαλαvδριαvής που απλώνεται γύρω από το ναΐσκο της Παναγίας της Χαλανδριανής και εντοπίσθηκε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα αλλά δεν έχει ερευνηθεί συστηµατικά. Έχει δε υποτεθεί ότι οι τάφοι της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου ανήκουν στον οικισμό της Χαλανδριανής, ο οποίος θα εκατοικείτο ήδη από την περίοδο αυτή.
Οπωσδήποτε οι οικισμοί του Καστριού και της Χαλανδριανής πρέπει να κατείχαν σημαντική θέση στο οικιστικό µοντέλο της Σύρου που αντιστοιχεί χρονικά στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Βρίσκονταν σε καίριο σηµείο των δικτύων επικοινωνίας που συνέδεαν την Ηπειρωτική Ελλάδα µε τα µικρασιατικά παράλια. Και η µικρασιατική παράλια ζώνη βρισκόταν τότε πλησιέστερα στον πυρήνα του τότε πολιτισµένου κόσµου από ότι το κεντρικό και δυτικό Αιγαίο. Αυτός θα πρέπει να ήταν και ένας από τους λόγους της ιδιαίτερης ανάπτυξής τους.
Το ακριβές οικιστικό µοντέλο της Σύρου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού δεν είναι ακόµη πλήρως γνωστό. Απαιτούνται περαιτέρω συστηματικές έρευνες, παρόλο που τα τελευταία χρόνια επιφανειακές έρευνες και δοκιµαστικές ανασκαφές της ΚΑ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συγκεκριμένες θέσεις (Γαλησσάς, Δελφίνι) έδειξαν ότι στη Σύρο υπήρχε ένα αρκετά σύνθετο πλέγµα οικισμών, όπως άλλωστε και σε άλλα κυκλαδικά νησιά. Μία πρώτη ιδέα όµως για τη διασπορά των θέσεων κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού µας δίνει ο χάρτης που συνέταξε ο Αron και βασίζεται στις παλαιότερες έρευνες αλλά και στις δικές του πολύχρονες περιηγήσεις στη Σύρο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η έρευνα στην περιοχή Καστριού – Χαλανδριανής γνώρισε τρεις φάσεις ως σήµερα.
Η πρώτη φάση τοποθετείται στο δεύτερο µισό του προηγούµενου αιώνα. Οι εξερευνήσεις ξεκίνησαν από το νεκροταφείο. Πρώτος ανέσκαψε εκεί ο Γρ. Παπαδόπουλος το 1861 (Παπαδόπουλος 1862, 1865) και µια δεκαετία αργότερα, το 1872-73, ο Συριανός ανθρωπολόγος Κλ. Στέφανος. Το 1896 ο R.C. Bosanquet, περαστικός από τη Σύρο, ερεύνησε επίσης έναν τάφο (Bosanquet 1895-96). Συστηματικές ανασκαφές διεξήχθησαν στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής το 1898 από τον Χρ. Τσούντα, ο οποίος ερεύνησε 540 τάφους. Ο Τσούντας ανέσκαψε την ίδια χρονιά και τον τειχισµένο οικισµό του Καστριού που ονόµασε ακρόπολη Χαλανδριανής. Με τις ανασκαφές ήλθαν στο φως το προτείχισµα και το βόρειο τείχος καθώς και µικρό τµήµα του οικισµού, κυρίως τα κτίρια που εφάπτονται στο τείχος. Ο Τσoύvτας παρουσίασε τα αποτελέσµατα των ανασκαφών του στις Κυκλάδες σε δύο βαρυσήμαντα άρθρα του στην Αρχαιολογική Εφηµερίδα του 1898 και του 1899 (Τσούντας 1898, 1899). Στο δεύτερο από αυτά αναφέρεται εκτενώς στα αποτελέσµατα των ερευνών του στη Σύρο.
Περισσότερα από 70 χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1960 και συγκεκριμένα το 1962, παρατηρείται µία δεύτερη φάση ερευνητικής δραστηριότητας στην περιοχή. Ο Caskey επισκέπτεται τη Χαλανδριανή και το Καστρί και κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις (Caskey 1964). Η Ε.Μ. Bosserr συνεχίζει την ανασκαφή στον οικισµό του Καστριού. Με τη νέα ανασκαφή βεβαιώνεται η ύπαρξη και δυτικού τείχους και αποκαλύπτεται µεγαλύτερο τµήµα του οικισµού προς την κορυφή του λόφου (Bosserr 1967). Ο τότε Επιµελητής Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Χρ. Ντούµας ανασκάπτει 8 τάφους στο Δυτικό τµήµα του νεκροταφείου της Χαλανδριανής (Doumas 1977, 128-130) και ο τότε Έφορος Κυκλάδων Ν. Ζαφειρόπουλος µε βοηθό τον Ε. Κακαβογιάννη άλλους δύο τάφους. Την δεκαετία του 1990 αρχίζει µία τρίτη φάση έρευνας στη Χαλανδριανή. Ο Hekman διεξάγει επιφανειακή έρευνα στην περιοχή του νεκροταφείου το 1989 και εvτoπίζει τα λείψανα ορισµένων τάφων που ανασκάφηκαν παλαιότερα (Hekman 1991, 1996). Η ΚΑ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων δροµολογεί από το 1990 την ισχυροποίηση του καθεστώτος προστασίας της περιοχής (βλ. παρακάτω, σελ. 32) και αφετέρου την αναζωπύρωση της έρευνας. Στην περιοχή του σύγχρονου οικισµού της Χαλανδριανής αρχίζει έλεγχος του υπεδάφους µε δοκιμαστικές τοµές, όπου υπάρχει διάθεση για οικοδόµηση και παρακολούθηση των ξηρότοιχων που κατεδαφίζονται προκειµένου να περισυλλεγεί το προϊστορικό υλικό που είναι ενσωµατωµένο σε αυτούς. Τα αποτελέσματα των έως τώρα ερευνών εδραιώνουν την άποψη ότι κάτω από τον σύγχρονο οικισµό υπάρχει πρωτοκυκλαδικός οικισµός. Από το 1993 άρχισε επίσης και συνεχίζεται η συντήρηση του υλικού του Καστριού και της Χαλανδριανής που φυλάσσεται στο Μουσείο της Σύρου και είναι πολύτιµο για την έρευνα.
ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΑΝΗΣ
Το νεκροταφείο αυτό είναι το πλέον εκτεταµένο πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο που έχει ερευνηθεί ως τώρα. Έχουν ανασκαφεί περισσότεροι από 600 τάφοι (Παπαδόπουλος 1862, 1865· Τσούντας 1899, 78-116· Doumas 1977 γενικά και ειδικά 128-130).
Το νεκροταφείο (βλ. επίσης, Renfrew 1972, 373-375,528-531· Hekman 1991, 1996) περιλαµβάνει δύο τµήµατα, Δυτικό και Ανατολικό. Οι τάφοι είναι διευθετημένοι σε συστάδες στο κάθε τµήµα. Τα τµήµατα και οι συστάδες απηχούν πιθανότατα διαφορετικές κοινωνικές οµάδες. Επίσης η ποικιλία στον αριθµό και το είδος των κτερισµάτων των τάφων υποδεικνύει διαφορές στην κοινωνική θέση των νεκρών. Γενικά οι δοµές της κοινότητας ή των κοινοτήτων που εξυπηρετούσε η τεράστια νεκρόπολη τουλάχιστον κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο φαίνεται να ήταν αρκετά σύνθετες. Οι τάφοι είναι υπόσκαφοι και έχουν πολυγωνική, κυκλοτερή ή µικτή κάτοψη. Τα τοιχώµατά τους είναι κτισµένα µε πλακωτές πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαµα, κατά τον εκφορικό τρόπο. Το άνοιγµα στο κέντρο της ψευδοθόλου καλύπτεται µε κορυφαία ευµεγέθη πλάκα. Η είσοδος έχει συχνά κατώφλι και παραστάδες από όρθιες πλάκες, βρίσκεται δε φραγµένη µε πλάκα ή ξηρότοιχο. Σε ορισµένους υπάρχει υποτυπώδης δρόµος µπροστά στην είσοδο. Ο τύπος αυτός των τάφων απαντά αποκλειστικά στη Σύρο.
Για τα ταφικά έθιμα υπάρχουν κάποια στοιχεία. Τοποθετούσαν το νεκρό σε συνεσταλμένη στάση µέσα στον τάφο και δεν τον κάλυπταν µε χώµα. Κάτω από το κεφάλι του ήταν συχνά τοποθετηµένη µια πλάκα σαν προσκεφάλι. Τα κτερίσµατα τοποθετούνταν είτε πάνω στο δάπεδο του τάφου, συνήθως µπροστά στο πρόσωπο του νεκρού, είτε σε κόγχη στο τοίχωµά του.
Τα κτερίσµατα είναι ποικίλα. Η κεραµεική είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Υπερτερούν αριθµητικά οι εντελώς ακόσμητες φιάλες και τα κωνικά κύπελλα. Αντιπροσωπεύονται όµως και δύο εντυπωσιακές κατηγορίες αγγείων, τα γραπτά και τα στιλβωτά. Αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στα τηγανόσχηµα πήλινα σκεύη του οικισµού µε την περίτεχνη έντυπη και εγχάρακτη διακόσµηση που ανήκουν στην κατηγορία των στιλβωτών. Τα περισσότερα από τα σκεύη αυτά που απεικονίζουν κωπήλατα σκάφη βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής, γεγονός που οδηγεί τους ερευνητές να θεωρούν τον οικισµό του νεκροταφείου έναν από τους σημαντικότερους της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες (Brookbank 1989).
Τα µαρµάρινα αγγεία, κυρίως φιάλες απλές ή υψίποδες είναι αρκετά. Αντίθετα τα µαρµάρινα ειδώλια είναι σπάνια, ανθρωπόµορφα της παραλλαγής Δωκαθισµάτων κυρίως και σχηµατικά. Ορθογώνια πινάκια και τριπτήρες διαφόρων τύπων καθώς και λεπίδες οψιανού ανήκουν στα συνήθη κτερίσµατα.
Τα µεταλλικά αντικείµενα αφθονούν: βελόνες, οπείς, τριχολαβίδες, ξέστρα. Σπάνια είναι τα αγκίστρια. Βρέθηκαν και αρκετές περόνες αργυρές, χάλκινες αλλά και οστέινες µε περίτεχνες κεφαλές. Αποτελούσαν εξάρτηµα της ενδυμασίας του νεκρού χρησιµεύοντας για την στερέωση των ενδυµάτων.
Ένας ενδιαφέρων τύπος ευρήματος είναι οι οστέινες χρωµατοθήκες, πολλές από τις οποίες σώζουν κυανό χρώμα. Σβώλοι ερυθρού χρώµατος βρέθηκαν σε τρεις τάφους. Έχει υποτεθεί ότι τα χρώµατα αυτά χρησίμευαν για τον χρωµατισµό προσώπου και σώµατος. Τα κοσµήµατα ήταν σπάνια, όπως και τα πήλινα σφονδύλια.
Τέλος υπολείμματα τροφών (οστά αιγοειδών, θαλάσσια όστρεα) βρέθηκαν µέσα σε ορισµένες φιάλες και κύπελλα.
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΑΝΗΣ
Ο οικισµός της Χαλανδριανής βρίσκεται κάτω από τον σύγχρονο οµώνυµο οικισµό. Πρώτος τον εντόπισε ο Τσούντας που διενήργησε µάλιστα και δοκιµαστική ανασκαφή και βρήκε λείψανα τοίχων. Ο Τσούντας πίστευε ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σηµαντικό οικισµό. Ως τον κύριο οικισµό της περιοχής τον θεώρησαν µετά τον Τσούντα και άλλοι σηµαντικοί ερευνητές της Κυκλαδικής προϊστορίας (Τσούντας 1899,78, 106-107, 127- 130∙ Caskey 1964, 64∙ Renfrew 1972, 176. Αντίθετη άποψη έχει εκφέρει ως τώρα µόνον ο Hekman (1991, 20, 31, σημ. 2,1996,52,72).
Οι έρευνες που διεξάγει εκεί η ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνοuν και ενισχύουν τις απόψεις ότι ο οικισµός της Χαλανδριανής βρίσκεται κάτω από τον σύγχρονο ομώνυμο οικισµό. Ο πρωτοκυκλαδικός οικισµός φαίνεται να ήταν µεγάλος για τα δεδοµένα των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας έχοντας έκταση πιθανότατα µεγαλύτερη από 10 στρέµµατα. Πρόκειται για οικισµό της κλίµακας του Σκάρκου της Ίου και της Αγίας Ειρήνης της Κέας, αν δεν είναι και µεγαλύτερος από αυτούς. Επισηµάνθηκαν τοίχοι και περισυνελλέγησαν κινητά ευρήµατα. Απαιτείται όµως περαιτέρω έρευνα προκειµένου να διαπιστωθεί µε βεβαιότητα η χρονική του διάρκεια.
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΙΟΥ
Ο οικισµός του Καστριού (Τσούντας 1899, 116- 130∙ Bosserr 1967) είναι τειχισµένος στα βόρεια, δυτικά και πιθανώς στα ανατολικά αλλά όχι στα νότια, όπου είναι φυσικά οχυρός. Η συνολική έκτασή του υπολογίζεται στα 5 στρέµµατα. Το τείχος αποτελείται από προτείχισµα και κυρίως τείχος µε πεταλόσχηµους πύργους. Και τα δύο είναι κτισµένα από µεγάλους λαξευτούς όγκους µαρµάρου χωρίς συνδετικό πηλό εκτός από ορισµένα τµήµατα των πύργων. Το µάρµαρο πρέπει να λατόµευσαν επί τόπου.
Το προτείχισµα εκτείνεται κατά µήκος µόνο της βόρειας κλιτύος, της πιο προσπελάσιμης δηλαδή από τη θάλασσα. Αποτελείται από δύο µακρά τοξοειδή τµήµατα. Το ανατολικό τμήμα βρίσκεται ελαφρά νοτιότερα του δυτικού έτσι ώστε ανάµεσά τους να δημιουργείται πύλη πλάτους 0,60µ. περίπου. Το κυρίως τείχος αποτελείται από βόρειο µακρό τείχος, δυτικό βραχύτερο και ίσως και ανατολικό κατ’ αναλογία προς το δυτικό, όπως υποθέτει η Bossen, παρόλο που δεν βρέθηκαν ίχνη του. Το βόρειο τείχος ενισχύεται µε πέντε πεταλόσχηµους πύργους. Στο δυτικό τείχος σώζονται τα λείψανα ενός µόνο πύργου.
Η είσοδος στον οικισµό ήταν δυνατή τόσο από τα βόρεια όσο και τα δυτικά. Εκείνος ο οποίος επιθυµούσε να εισέλθει από τα βόρεια έπρεπε πρώτα να περάσει από την πύλη του προτειχίσµατος και στη συνέχεια να εισέλθει στον οικισµό µέσω της κεντρικής πύλης του πύργου Β ή της πυλίδας στα δυτικά του πύργου Γ. Για εκείνον που ερχόταν από τα δυτικά η είσοδος όταν δυνατή µέσω της πυλίδας στα νότια του πύργου Ζ.
Η πολεοδομική ανάπτυξη του οικισµού είναι περικεντρική. Τα περισσότερα κτίρια απλώνονται προς την κορυφή οργανωµένα σε οικοδοµικές νησίδες. Οι νησίδες χωρίζονται µεταξύ τους µε στενούς και συχνά βαθµιδωτούς δρόµους που είναι σε γενικές γραµµές παράλληλοι και κάθετοι προς το τείχος. Τα κτίρια των νησίδων δεν διαχωρίζονται µεταξύ τους µε διπλούς τοίχους εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ενώ αυτός είναι ο κανόνας σε άλλους µεγαλύτερους κυκλαδικούς οικισμούς, όπως ο Σκάρκος της Ίου. Τα λίγα ανεξάρτητα κτίρια που υπάρχουν, όλα επιμήκη, είναι προσκολληµένα στο βόρειο τείχος κατά µήκος του µακρού άξονά τους. Εξαίρεση αποτελεί ο ιδιόρρυθμος µικρός χώρος 20 που βρίσκεται µόνος του στο µέσον του δρόµου.
Αυτά καθαυτά τα κτίρια αποτελούνται από έναν ή δύο χώρους µε ορθογώνια ή τραπεζιόσχηµη κάτοψη και απεστρογγυλεµένες συνήθως γωνίες. Οι δύο χώροι σχηµατίζουν συνήθως µεταξύ τους γωνία και σπάνια είναι τοποθετηµένοι κατά μήκος του ίδιου άξονα. Ο τρόπος δόµησης είναι αντίστοιχος µε εκείνον της οχύρωσης αλλά το κύριο οικοδομικό υλικό είναι µικρές και λεπτές πλάκες µαρµάρου.
Τα κτίρια είχαν µόνα τους ή µοιράζονταν µε άλλα αυλές περιφραγμένες µε κτιστό µανδρότοιχο. Στους χώρους 4, 11 και 22 επισημάνθηκαν κτιστές εστίες. Οι εστίες στο Καστρί αποτελούνται από δύο κάθετα τοποθετημένες πλάκες που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ανάµεσά τους άλλη οριζόντια που χρησίμευε ως βάση της εστίας.
Τα κινητά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισµός του Καστριού έσφυζε από ζωή. Τα θραύσµατα µεγάλων πίθων που βρέθηκαν µέσα στα κτίρια απηχούν οργάνωση για την αποθήκευση των αγαθών. Η κεραμεική, η λιθοτεχνία, η µικροτεχνία και η µεταλλοτεχνία φαίνεται ότι ήταν ανεπτυγμένες.
Στη λεπτότεχνη κεραµεική περιλαμβάνονται ραµφόστοµες πρόχοι, δέπατα αµφικύπελλα, κωδωνόσχημα κύπελλα, κωνικά κύπελλα µε αποτυπώματα φύλλων ή ψάθας στη βάση τους, ασκοί και σφαιρικές πυξίδες. Στα χονδροειδή πήλινα σκεύη ανήκουν πολλοί τύποι πίθων µε σχοινωτή ανάγλυφη διακόσμηση, αµφορείς, λεκανοειδείς εστίες βυθισμένες στο έδαφος και κυκλικές φορητές εστίες. Εκτός από την κεραµεική βρέθηκαν και µικροαντικείµενα από πηλό ανάµεσα στα οποία αρκετά σφονδύλια.
Όσον αφορά στα λίθινα αγγεία, σκεύη και εργαλεία βρέθηκαν αρκετές µαρµάρινες φιάλες, ορθογώνια πινάκια, ελλειψοειδή τριβεία και τριπτήρες διαφόρων τύπων. Επίσης επισημάνθηκαν τµήµατα πυρήνων, τεµάχια λεπίδων και απορρίµµατα επεξεργασίας οψιανού.
Υπάρχουν ισχυρά στοιχεία για την άσκηση μεταλλοτεχνίας στον οικισµό. Στο Καστρί βρέθηκαν αρκετά µεταλλικά αντικείμενα. Εντυπωσιακό είναι αργυρό διάδημα µε στικτή έκτυπη διακόσμηση, που εικονίζει ανθρώπινες µορφές και µορφές ζώων.
Ενδιαφέροντα είναι επίσης και ορισµένα χάλκινα αντικείμενα, όπως οι πελέκεις και µία αιχµή δόρατος. Πιο σημαντική όµως είναι η εύρεση πήλινων χοανών για την τήξη των µετάλλων που σώζουν εσωτερικά υπολείμματα σκωρίας χαλκού ή µολύβδου, καθώς και µήτρες από σχιστόλιθο (διπλής όψης) και πηλό µε τύπους για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Έχει µάλιστα υποτεθεί ότι το κτίσµα 11 ήταν εργαστήριο µεταλλοτεχνίας. Γύρω από την εστία αποκαλύφθηκαν σκωρίες αναμεμειγμένες µε τους άνθρακες και τα καµµένα θραύσματα των αγγείων. Σε κόγχη και στο δάπεδο µπροστά από αυτήν επισημάνθηκε συγκέντρωση χαλκίνων αντικειµένων (σµίλες, οπείς, περόνες και τµήµα πριονιού). Στο ίδιο σηµείο βρέθηκαν λίθινοι µικροσκοπικοί πηνιόσχηµοι τριπτήρες και λεπίδες οψιανού σε µία από τις οποίες υπάρχει επικολλημένο υπόλειμµα µετάλλου. Μαζί µε τα εργαλεία βρέθηκε και τμήμα μιας από τις τέσσερις πήλινες χοάνες του οικισµού.
Πληροφορίες για τη διατροφή των κατοίκων δίνουν τέλος τα οργανικά κατάλοιπα. Περισυνελλέγησαν άφθονα οστά αιγοειδών και θαλάσσια όστρεα.
Οι σχέσεις που φαίνεται να είχε το Καστρί µε τη Μικρά Ασία στο επίπεδο του υλικού πολιτισμού έχουν ιδιαίτερα συζητηθεί. Ορισμένοι κεραµεικοί τύποι που απαντούν στο Καστρί, όπως το δέπας αμφικύπελλον και το κωδωνόσχημο κύπελλο, βρίσκουν τα παράλληλά τους στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου (Rutter 1979). Αποδεδείχθηκε µε εργαστηριακές αναλύσεις ότι ο χαλκός αρκετών αντικειμένων από το Καστρί, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και Μικρασιατικές θέσεις είναι παρόμοιας σύστασης (Davis 1987, 727, 754). Πρόσφατα µάλιστα βρέθηκε στο Liman Tepe (Κλαζοµενές) τειχισμένος οικισµός του τύπου του Καστριού έκτασης 60 περίπου στρεµµάτων (Εrkanal 1997). Γενικότερα η περίοδος κατοίκησης του Καστριού είναι περίοδος εντατικοποίησης στις σχέσεις των Κυκλάδων αλλά και άλλων περιοχών, όπως είναι για παράδειγμα η Εύβοια, µε τα νησιά και τα παράλια του ανατολικού Αιγαίου.
Πηγή: Σύρος, Χαλανδριανή – Καστρί. Από την έρευνα και την προστασία στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου. Μαρίζα Μαρθάρη.
έκδ. Υπουργείο Αιγαίου, ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων – Υπουργείο Πολιτισμού