Η φύση στην Απάνω Μεριά
του Αχιλλέα Δηµητρόπουλου
Εδώ συναντάµε µερικές από τις αρχαιότερες µαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας πάνω στο νησί, αυτά τα άγονα εδάφη έθρεψαν για ολόκληρους αιώνες τους Συριανούς, αυτές οι ξερές βουνοκορφές θ’ αποµείνουν να µας θυµίζουν έναν παλιό, διαφορετικό τρόπο ζωής, όταν ολόκληρη η Σύρα θα ‘χει κατοικηθεί πυκνά. Αυτές οι κορφές θα µας θυµίζουν από πού ερχόµαστε. Για τον ταξιδιώτη, που πρωτογνωρίζει το νησί από τα βράχια και τις ράχες που βλέπει, παραπλέοντας όλο το βόρειο τµήµα, Απάνω Μεριά σηµαίνει Σύρα. Πολύ πριν ξετυλιχτεί µπροστά σου η Ερµούπολη, προτού ακόµα το καράβι χαιρετήσει τον Άι- Δηµήτρη, ο Σύριγγας, η Χαλανδριανή, το Πλατύ Βουνί δίνουν το πρώτο στίγµα. Είναι η Σύρα για όσους ξέρουν, αλλά και για όσους βιάζονται να σχηµατίσουν µια εντύπωση! Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν όλη τους τη ζωή στην Ερµούπολη ή τα χωριά και δεν πάτησαν ποτέ στην Απάνω Μεριά. Στάθηκαν στο νότιο τµήµα του νησιού και το αγάπησαν∙ κλείστηκαν στα στενά περιθώρια κάποιας εργασίας µέσα στα όρια της πόλης. Για αρκετούς από µας, ωστόσο, τα δείγµατα κι οι µαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας στην Απάνω Μεριά είναι τόσο συγκλονιστικά στοιχεία, που δεν µπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου Συριανό και να µην έχεις πάει ποτέ στο Καστρί.Από την Άνω Σύρα στο Παπούρι και στο Σύριγγα. Αφήνουµε πίσω µας το «Βράχο» της Άνω Σύρας, περνάµε έχοντας δεξιά το Κοιµητήρι των Αγγέλων κι αριστερά κάτω τον Άι-Θανάση. Θα γυρίσουµε εκεί, όταν οι κρόκοι ανθίζουν. Ανηφορίζοντας, ο δρόµος µάς φέρνει στη Φοινικιά, που διασχίζεται στη µέση∙ σπίτια µέχρι το βαθύτερο σηµείο της χαράδρας. Το νερό µεταφέρεται πια µε σωλήνες, που διατρέχουν ολόκληρη την έκταση του βουνού. Όπου υπάρχουν καλαµιές, ο τόπος νεροβγάνει.Εδώ κι εκεί φροντισµένοι κήποι σ’ ακόµα πιο φροντισµένα σπίτια, χαµένα µέσα στο κάθετο, ορεινό τοπίο. Στη διασταύρωση, κατεβαίνουµε προς το Παπούρι για µια σύντοµη επίσκεψη. Ο δρόµος φτάνει πια ως κάτω. Πέρα ο Αετός. Προχωράµε λίγο ακόµα, περνώντας από σκλερή σε σκλερή, κι όλο πρέπει να κατέβουµε και χαµηλότερα. Τα βράχια, πελεκηµένα σα σκαλοπάτια από τον άνεµο, µας φέρνουν στο χαµηλότερο σηµείο της χαράδρας.
Τα βουνά, ένα γύρο, είναι γεµάτα σπηλιές, µικρότερες ή µεγαλύτερες. Αιώνες τώρα οι σπηλιές και τα χάσµατα του εδάφους, αλλά και τα οριζόντια κοιλώµατα των βράχων, χρησιµοποιήθηκαν σαν καταφύγια κοπαδιών. Οι βοσκοί τα χρησιµοποίησαν στη φυσική τους κατάσταση ή συµπληρώνοντας µε πέτρες και κοµµάτια λαµαρίνας την οροφή. ‘Εφραζαν ακόµα τα «αδύναµα» σηµεία µε αστοιβές ή άλλους αγκαθωτούς θάµνους, για να εµποδίσουν τα ζώα να περάσουν. Οι πιο στέρεες και ευρύχωρες κατασκευές – που σήµερα καταρρέουν σιγά-σιγά – είχαν χρησιµοποιηθεί σαν καταλύµατα ή πρόχειρες κατοικίες, όταν οι αγροτικές εργασίες απαιτούσαν µονιµότερη παραµονή. Κοντά βρισκόταν το µαντρί ή το κοτέτσι, συχνά και το αλώνι. Ακόµα και σήµερα στο Παπούρι χρησιµοποιούνται οι παλιές αυτές κατασκευές, για να περιοριστούν κοπάδια από αγελάδες και γουρούνια ή για να προφυλαχτούν γιδοπρόβατα, όταν ξεσπούν καταιγίδες. Οι πετρότοιχοι κι οι σκλερές ωστόσο γκρεµίζονται µε το χρόνο. Οι βράχοι, απογυµνωµένοι από τη δράση του ανέµου και την αλµύρα της θάλασσας, περιστοιχίζουν αυτά τ’ ανθρώπινα έργα µε τρόπο τέτοιο, που δεν τα ξεχωρίζεις καθαρά από κάποια απόσταση.
Από το Παπούρι θα συνεχίσουμε τον ανήφορο και μετά το δρόμο που βγάζει στο Σύριγγα μέσ’ απ’ τη Μαύρη Ράχη. Στην Κυπερούσα, όπου θα παρατηρήσουµε τις τελειότερες και πιο εντυπωσιακές σκλερές της Σύρας, θα σταθούµε για λίγο. Η Κυπερούσα δεν είναι µόνο γνωστή για το κλωνί βασιλικό της, κατά το παλιό δίστιχο, αλλά, κυρίως, για την πανοραµική θέα που προσφέρει. Σαν να βρίσκεσαι σ’ αεροπλάνο, το Αιγαίο απλώνεται µπροστά σου µέσα από τον όρµο του Αετού. Αληθινού αετού, βράχου µε δύο φτερούγες ανοιγµένες. Οι στροφές του δρόµου µας φέρνουν ψηλότερα στο βουνό, δεν αργούµε πια να φτάσουµε στη Μαύρη Ράχη. Τα βελάσµατα από τα γίδια, πλήθος γίδια, σκορπισµένα σ’ όλη την έκταση, µπερδεύονται για πρώτη φορά µε φωνές πουλιών. Παρατώντας την πεπατηµένη, µπαίνουµε στα χωράφια, περνώντας πετρότοιχους και πρόχειρους φράχτες, που έχουν σχεδόν καταρρεύσει.
Τα πουλιά. Ίσως στην Απάνω Μεριά να υπήρχαν δεκαπλάσια είδη πουλιών απ’ όσα σήµερα, αν δεν ήταν τόσο έντονες οι ανθρώπινες δραστηριότητες κι αν -δεν είχαν φτάσει παντού οι χωµατόδροµοι. Η γενική εντύπωση, που σχηµατίζει κανένας, είναι µια σταδιακή αλλά σταθερή υποχώρηση της φύσης και των ζωντανών πλασµάτων της, εκεί που θα µπορούσαν να σταθούν και να φωλιάσουν, τουλάχιστον, οι πολλοί αετοµάχοι, που περνάνε κάθε χρονιά. Είναι φανερό ότι σ’ ένα από τα τελευταία εκτεταµένα, άγρια σηµεία του νησιού οι άνθρωποι επεκτείνουν κι εντείνουν όλο και περισσότερο τις επεµβάσεις τους.
Σ’ όλη τη Σύρα, και στην Απάνω Μεριά, το πιο συνηθισµένο πουλί είναι ο κατσουλιέρης ή κορυδαλλός (Galerida cristata). Τον συναντάµε στις περισσότερες ανοιχτές, επίπεδες εκτάσεις και στα χωράφια της Απάνω Μεριάς, καθώς και σε καλλιεργηµένες περιοχές. Ακόµα κι όταν ξεπετάγεται κάθετα, µε δυνατό φτεροκόπηµα, διακρίνονται τόσο το µακρύ, ακατάστατο λοφίο του όσο και τα καφεκόκκινα ακραία φτερά της ουράς του. Το πέταγµά του είναι δυνατό, θορυβώδες και ακανόνιστο, ιδίως όταν σηκώνεται σε µεγάλο ύψος. Καθώς προχωρούµε, διασχίζοντας τα χωράφια που περιβάλλονται από τις σκλερές, ακούγονται καθαρά οι φωνές των κορυδαλλών µέσα στον υγρό πρωινό αέρα. Ξεχωρίζει το µελωδικό, κελαρυστό κελάηδηµα από τις χαρακτηριστικές κραυγές, που αφήνουν τα πουλιά αυτά, καθώς πετάνε, κι ακούγονται σαν ντου-ι. Πολύ τολµηροί, µερικές φορές οι κορυδαλλοί ξεπετάγονται, µόνο όταν τους πλησιάσουµε πολύ κοντά, αφού πρώτα σταθούν και, βασισµένοι στον κρυπτικό ανοιχτό καφέ χρωµατισµό τους, παρακολουθήσουν τις κινήσεις µας. Οι κορυδαλλοί τρέφονται µε σπόρους, βλαστούς και έντοµα, και συχνά τσιµπολογάνε χάµω, στ’ αλώνια και στα χωράφια που θερίστηκαν. Άλλοτε αρπάζουν έντοµα, που ξεσηκώνονται ανάµεσα από τα πόδια γαϊδουριών που βόσκουν.
Η µετανάστευση έχει ήδη αρχίσει, και σ’ όλα σχεδόν τα σηµεία της Απάνω Μεριάς συναντάµε διάφορα είδη µυγοχάφτη, σ’ όλες τις ηλικίες. Τα πουλιά αυτά στέκονται σε εµφανή σηµεία, όπως πετρότοιχους, φράχτες, κορυφές θάµνων ή βράχους, κι από εκεί απογειώνονται, εφορµώντας επιδέξια και πιάνοντας ιπτάµενα έντοµα.
Ο συνηθισµένος, γκριζοκαφετής µυγοχάφτης (Muscicapa striata) είναι πολύ κοινό είδος στην Απάνω Μεριά. Το σχεδόν µονόχρωµο σώµα του ξεχωρίζει από τις χρωµατικές αντιθέσεις των άλλων, συγγενικών ειδών.
Στο δρόµο που αρχίζει να κατηφορίζει προς το Σύριγγα δυο µυγοχάφτες έχουν αρχίσει να υπερασπίζονται µια πρόχειρη επικράτεια, που ορίζεται από έναν παλιό, ξύλινο φράχτη. Καθισµένοι στις άκρες των πασσάλων ή πάνω στο σκουριασµένο συρµατόπλεγµα, οι µυγοχάφτες παρατηρούν νευρικά γύρω, τόσο για ν’ αποφύγουν κάποιο πετρίτη, που προβάλλει κάθε τόσο στον ουρανό, όσο και για ν’ αρπάξουν έντοµα ή ν’ απωθήσουν «εισβολείς» του ίδιου είδους. Πότε-πότε πετάνε κυµατιστά και προσγειώνονται στο ίδιο πάντα σηµείο. Αυτές οι τυποποιηµένες κινήσεις των πουλιών υποδηλώνουν, επίσης, την επικράτειά τους εκεί. Οι µυγοχάφτες πετάνε ανάλαφρα και «αεροβατούν» επιδέξια∙ τέτοιες στιγµές µπορεί κανείς να διακρίνει τις µακριές φτερούγες και το χοντρό κεφάλι µε το χαρακτηριστικό σχήµα. Το χρώµα είναι πάντα ακαθόριστο γκριζοκαφετί. Από τους υπόλοιπους, «ασπρόµαυρους» µυγοχάφτες µε τις έντονες χρωµατικές αντιθέσεις πολύ συνηθισµένος στην Απάνω Μεριά κατά τη µετανάστευση είναι ο µυγοχάφτης της Κεντρικής Ευρώπης (Ficedula hypoleuca). Η στάση του σώµατος και η χαρακτηριστική συµπεριφορά ξεχωρίζουν αυτό το είδος, που επίσης στέκεται σε εµφανή σηµεία, αλλά χτυπάει συχνά τις φτερούγες και η φωνή του διαφέρει. Τα περισσότερα αρσενικά έχουν σκουρόχρωµο το επάνω µέρος του σώµατος, σε αποχρώσεις από γκριζόµαυρο µέχρι ωχρό γκριζοκαφετί – κι αυτά τα «ωχρά» αρσενικά πλειοψηφούν στους πληθυσµούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Τα θηλυκά δεν διαφέρουν πολύ από τα «ωχρά» αρσενικά, αλλά δεν έχουν τις χαρακτηριστικές λευκές κηλίδες στο µέτωπο. Τα πιο σκούρα από τ’ αρσενικά είναι σχεδόν ασπρόµαυρα. Οι µυγοχάφτες αυτοί, που έρχονται από τη Βόρεια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στέκονται για αρκετό διάστηµα στις Κυκλάδες και στη Σύρα , σχηµατίζοντας και υπερασπίζοντας µικρές, πρόχειρες «επικράτειες».
Από τις αρχές της άνοιξης ως αργά το φθινόπωρο τα έντοµα αφθονούν στην Απάνω Μεριά, και µάλιστα τα ιπτάµενα έντοµα, που αποτελούν τροφή πολλών πουλιών. Είναι σπάνιο σήµερα να συναντήσει κανείς τόσο µεγάλη ποικιλία εντόµων.
Είναι πασίγνωστοι στη Σύρα οι µέροπες ή γαλαζοκότσυφες. Στην επίσκεψή µας στην Απάνω Μεριά σταθήκαµε τυχεροί και παρατηρήσαµε και τα δύο συγγενικά είδη, το µέρουπα (Monticola solitarius), που ζει ολόκληρο το χρόνο στο νησί, και το µεταναστευτικό πετροκότσυφα (Monticola saxatilis). Ο µέροπας ή µέρουπας συναντάται πάντα σε θερµές, ηλιόλουστες βουνοπλαγιές ή χαράδρες, µέχρι το επίπεδο της θάλασσας, αλλά και σε ερείπια ή πετρότοιχους.
Είναι δειλό, νευρικό κι επιδέξιo πουλί, που άλλοτε στέκει ψηλά πάνω στους βράχους ή κυνηγάει µεγάλα έντοµα, ορµώντας από κάποιο σηµείο προς τα κάτω, µε ελαστικά, ελαφρά χτυπήµατα των φτερών. Το αρσενικό είναι χαρακτηριστικά γκριζογάλαζο και το φθινόπωρο αποκτά ανοιχτόγκριζες άκρες στα περισσότερα φτερά του.
Το θηλυκό έχει καφέ χρώµα και πολλές, πυκνές ραβδώσεις στο κάτω µέρος του σώµατος. Ο µέρουπας κελαηδάει µελωδικά, και η φωνή του θυµίζει αρκετά τη φωνή του κότσυφα, µε πιο σύντοµες στροφές σαν ήχους φλάουτου. Πολλές φορές «φλυαρεί» µελωδικά, προσθέτοντας στους ευχάριστους ήχους και µικρές κραυγές, που µοιάζουν µε του ψαρονιού. Από κοντά τα µάτια του φαίνονται µεγάλα κι εκφραστικά.
Ο πετροκότσυφας είναι πιο πολύχρωµος από το µέρουπα , ειδικά τα αρσενικά µε το ανοιξιάτικο φτέρωµά τους, σε γκριζογάλαζους και πορτοκαλί τόνους: στο πίσω µέρος της ράχης υπάρχει λευκή κηλίδα, που ποικίλλει σε µέγεθος. Καθώς πετάει από το Σύριγγα προς τη θάλασσα, ένα αρσενικό αποκαλύπτει τα πορτοκαλόχρωµα φτερά της ουράς, που λάµπουν στον ήλιο. Το κελάηδηµα του πετροκότσυφα αποτελείται από πιο γοργούς, λεπτότερους ήχους από του µέρουπα. Βγάζει επίσης µια σειρά από λεπτούς, κοφτούς ήχους και µια τραβηγµένη κροταλιστή φωνή. Τρώει έντοµα, σκουλήκια, σαύρες και µικρά ζώα, καθώς και καρπούς. Μεταναστεύει, φτάνοντας στις Κυκλάδες τον Απρίλιο.
Συγγενική µε τα παραπάνω είδη, η Ασπροκωλίνα (Oenanthe hispanica) είναι από τα πιο συνηθισµένα πουλιά της Απάνω Μεριάς. Όµορφο, ασπρόµαυρο πουλί, µε απίστευτη ποικιλία σε σχέδια και αποχρώσεις, ανάλογα µε το φύλο, την ηλικία και την εποχή, θυµίζει το µέρουπα σε κινήσεις και «νευρικότητα», καθώς πετάει, απλώνοντας εντυπωσιακά τις µαύρες, µακριές φτερούγες και την ασπρόµαυρη, φαρδιά ουρά της. Τα αρσενικά ενός έτους, που είναι καφετιά, θυµίζουν πολύ τα θηλυκά.
Νωρίς την αυγή και το σούρουπο όλα τα βουνά της Απάνω Μεριάς αντηχούν από τα κακαρίσµατα της νησιώτικης πέρδικας (Alectoris chukar). Οι πέρδικες είναι ακόµα αρκετά συνηθισµένα πουλιά στο βόρειο τµήµα της Σύρας, αν και οι πληθυσµοί τους φαίνονται ότι αυξοµειώνονται κι εξαρτώνται τόσο από το κυνήγι όσο κι από τις καιρικές συνθήκες της αναπαραγωγικής περιόδου.
Δυο από τα σπανιότερα είδη πουλιών της Σύρας, ο κόρακας κι ο πετρίτης, παρατηρούνται πια µόνο στην Απάνω Μεριά. Οι κόρακες ήταν πάντα λιγοστοί στη Σύρα, και σήµερα αποµένουν πια δυο τρία ζευγάρια. Μεγαλόσωµος κι ολόµαυρος, ο κόρακας πετάει απλώνοντας φτερούγες και ουρά, µε τα πρωτεύοντα πτητικά φτερά πολύ ανοιχτά, «σαν δάχτυλα». Όταν µάλιστα αλλάζει φτερά, αυτά απλώνονται περισσότερο και η σιλουέττα του κόρακα γίνεται χαρακτηριστική. Βλέποντάς τον να πετάει, επισκοπεύοντας από ψηλά, µε το µεταλλικό µαύρο χρώµα του να λάµπει πορφυρά στον ήλιο, ξεχνάµε ότι ο κόρακας ανήκει στα στρουθιόµορφα (ή … ωδικά!) πουλιά, όπως η καρδερίνα ή το καναρίνι, από τα οποία είναι το µεγαλύτερο. Τρώει πτώµατα, σκουπίδια, µικρά ζώα και φυτική τροφή. Γύρω από το Σύριγγα κυνηγάει µεγάλα έντοµα και επισκέπτεται τον γειτονικό σκουπιδότοπο. Ο κόρακας δεν πλησιάζεται εύκολα. Συχνά τον βλέπουµε ν’ αποµακρύνεται, αποφεύγοντας να βρίσκεται πολύ κοντά στους ανθρώπους, αφήνοντας παράλληλα ένα βαθύ, λαρυγγικό κράξιµο, πολύ πιο µπάσο από την κραυγή της κουρούνας.
Για σύντοµο διάστηµα, ακριβώς πάνω απ’ την πηγή του Σύριγγα, εµφανίζεται στον αέρα ένας πετρίτης. Ο πετρίτης (Falco peregrinus) είναι από τα µεγαλύτερα και ισχυρότερα είδη γερακιών που υπάρχουν, κι ένας από τους πιο ικανούς κυνηγούς που ζουν σήµερα. Τρέφεται µε πουλιά, που τα χτυπάει στον αέρα∙ η σωµατική του κατασκευή διευκολύνει την πτήση µεγάλης ταχύτητας. Η σταθερή παρουσία του πετρίτη στην Απάνω Μεριά σχετίζεται µε την ύπαρξη πληθυσμών σ’ όλα τα γειτονικά νησιά, ιδίως στην Κέα, στην Άνδρο και στην Τήνο. Οι πετρίτες ζουν καλά κοντά στη θάλασσα, και στη Σύρα, τουλάχιστον, κυνηγάνε θαλασσοπούλια, περιστέρια ήµερα κι άγρια, µια µεγάλη ποικιλία από είδη στρουθιόµορφων πουλιών, καθώς και κορακοειδή, κυρίως κουρούνες. Τους βλέπουµε, πάντα µεµονωµένα, από τη θάλασσα, καθώς πετάνε µε φόντο τα βράχια και τις πλαγιές της Απάνω Μεριάς: πετάνε µάλλον γρήγορα, προτού στρίψουν και καθίσουν πάνω σε κάποια πέτρα. Συχνά προδίδονται από µικρά σµήνη πουλιών, που φεύγουν τροµαγµένα. Οι θηλυκοί πετρίτες είναι µεγαλύτεροι από τους αρσενικούς∙ τα ενήλικα έχουν γκριζογάλαζο χρώµα στη ράχη, ενώ τα νεαρά καφετί. Η σιλουέτα του, όταν ο πετρίτης πετάει, φαίνεται πολύ πιο ισχυρή και «γωνιώδης» από όλων των άλλων γερακιών του νησιού.
Από τη Μαύρη Ράχη στον Κάµπο και στο Σα-Μιχάλη. Εγκαταλείπουµε το Σύριγγα, γυρίζοντας πίσω, και στρίβουµε στο δρόµο για τον Κάµπο. Προχωρούµε γρήγορα, ακολουθώντας το µονοπάτι που οδηγεί στη Λεία. Οι καλαµιές, οπουδήποτε στην Απάνω Μεριά, προδίδουν την παρουσία νερού, όπως και στο Ελληνικό∙ προς τη Λεία σχηµατίζουν τείχος στα κράσπεδα του µονοπατιού. Οι αγρότες ποτίζουν εκεί γύρω τα γαϊδούρια, προτού ξεκινήσουν για τα µελίσσια. Το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο της περιοχής, για όσους από µας έρχονται από την Αθήνα ή άλλες αστικές περιοχές, είναι ο αέρας που αναπνέουµε εδώ∙ ένας αέρας υγρός από θάλασσα, γεµάτος από µυρωδιές των λουλουδιών και της γης, ιδίως ύστερα από µια σύντοµη, ανοιξιάτικη βροχή.
Αέρας πελάγους, που µαζί µε το άπλετο φως και τις γυµνές βουνοπλαγιές, είναι η Σύρα περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Απέναντι, δίπλα-δίπλα, η Άνδρος µε την Τήνο διακρίνονται πεντακάθαρα. Εδώ κι εκεί, από το Σύριγγα µέχρι και το Σα-Μιχάλη, συναντάµε πολλές αδέσποτες γάτες, σε ηµιάγρια κατάσταση. Άλλες, πριν, είχαµε δει στα Χάλαρα. Πρόκειται για ήµερες γάτες, που σιγά-σιγά ξέφυγαν από τα σπίτια κι αγρίεψαν. Μερικές πλησιάζουν τους ανθρώπους που µένουν στην περιοχή µόνο το καλοκαίρι, κι όλο τον υπόλοιπο χρόνο κυνηγάνε τρωκτικά και πουλιά.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούµε από πού προέρχονται µερικές απ’ αυτές τις γάτες, καθώς πλησιάζουµε τον έρηµο πια Σα-Μιχάλη. Τυπική περίπτωση χωριού που το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του, ο Σα-Μιχάλης µοιάζει ζωντανός ακόµα, λες και οι κάτοικοί του βρίσκονται σε γειτονικό πανηγύρι. Το πέτρινο, κακοτράχαλο µονοπάτι, που γίνεται κεντρικό δροµάκι του χωριού, ανηφορίζει λίγο, για να φτάσει στην άκρη της πλαγιάς. Δεξιά κι αριστερά έρηµα αγροτόσπιτα, που καταρρέουν∙ ένα κοτέτσι µε λίγες κότες και στην άκρη του δρόµου, βλέποντας τη θάλασσα και τις χαµηλότερες κορφές, ένα συγκρότηµα από µαντριά και σταύλους, µε το µυθικό πια αλώνι του. Μπαίνουµε µέσα στους σταύλους, απ’ όπου πέρασαν ζώα την προηγούµενη βροχερή νύχτα. Πάνω από την πέτρινη οροφή ο αέρας φυσάει δυνατά προς το πέλαγος, παρασύροντας µια κουρούνα προς τις πλαγιές που κατηφορίζουν. Πρόβατα βόσκουν ένα γύρο από την κορφή.
Από το Σα-Μιχάλη στη Χαλανδριανή και στο Πλατύ Βουνί. Στρίβουµε για τη Χαλανδριανή, περνάµε του Ψύχα και νωρίς-νωρίς φτάνουµε στο Πλατύ Βουνί. Ο καπνός από τα σκουπίδια που καίγονται φτάνει, µε τη βοήθεια του ανέµου, ως εδώ! Το λένε οι ντόπιοι το διαπιστώνουµε κι εµείς. Στο Πλατύ Βουνί κάνουµε τον ίδιο δρόµο, που κάναµε και στο Σα-Μιχάλη, από το πρώτο µέχρι το τελευταίο σπίτι του χωριού, και τι έκπληξη! Τελείως διαφορετική εικόνα. Το Πλατύ Βουνί κατοικείται και το χειµώνα. Τα τελευταία χρόνια, µάλιστα, στους παλαιούς κατοίκους ήρθαν να προστεθούν νέοι. Αυτό το καινούργιο ανθρώπινο δυναµικό δίνει σφρίγος και ζωή στο χωριό, και δυο τρεις ώρες κουβέντα κάτω από µια κρεβατίνα, µε τον πρωινό καφέ, αποκαλύπτει πολλά. Από τους γεροντότερους µαθαίνεις λεπτοµέρειες, που ξετυλίγονται στο παρελθόν ως τον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο, από τους νεότερους µπορείς να πληροφορηθείς κάθε υποβάθµιση που γίνεται στο γύρω χώρο, αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον. Χρόνια είχαµε να συναντήσουµε τέτοιο συνδυασµό ντόπιων και ξένων κατοίκων της Σύρας, να πιστοποιήσουµε µια σταδιακή και ευπρόσδεκτη αλληλεπίδραση.
Στην ευθεία του Άι-Δηµήτρη, το Πλατύ Βουνί αναπτύσσεται µε νέους οικισµούς, όπως πέρ’ απ’ τα Βαπόρια, δίπλα στα παλιά, προπολεµικά αγροτόσπιτα της Απάνω Μεριάς. Εδώ κάπου ορίζονται και τα σύνορα, εδώ περίπου, γύρω από την αυλή του νέου σπιτιού στο Πλατύ Βουνί, σταµατάει µια περιήγηση. Θα ξανάρθουµε, όπως υποσχεθήκαµε. Κι εµείς κι άλλοι, θα γυρίσουµε κάποτε πίσω. Επιφυλάσσουµε στους εαυτούς µας µια έκπληξη, όταν θα ξαναδούµε το Σα-Μιχάλη να κατοικείται ξανά.