του Αχιλλέα Δημητρόπουλου
ΟΙ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ, κι αποτελούν ακόµα, βασικό «διάδροµο» στη µετακίνηση των πουλιών από και προς την Αφρική κατά τη µετανάστευση, και ανάµεσα σ’ αυτά τα πουλιά υπήρχαν πάντοτε κι αρκετά σπάνια αρπακτικά όπως ο Θαλασσαετός, ο Βασιλαετός, ο Σταυραετός και διάφορα είδη Γερακιών, καθώς και όλα τα είδη των Κίρκων που ζουν στην Ευρώπη. Ακόµα και σήµερα, οι Κίρκοι και τα Μαυροκιρκίνεζα αποτελούν συχνούς και σταθερούς επισκέπτες στη Σύρα, ιδίως το φθινόπωρο. Ωστόσο, ελάχιστα είναι τα αρπακτικά που έµεναν και φώλιαζαν στα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τους Πετρίτες, τους Μαυροπετρίτες και τα Βραχοκιρκίνεζα: αυτά συνεχίζουν να φωλιάζουν στη Σύρα, σε πολύ µικρότερους πληθυσµούς από εκείνους που µαρτυρούν οι παλιότεροι κυνηγοί ή µας πληροφορεί η βιβλιογραφία.
Ψάχνοντας αυτή τη συγκεκριµένη βιβλιογραφία, είδαµε πως τα πράγµατα δεν ήσαν πάντοτε έτσι. Στη Σύρα υπήρχαν µεγάλα αρπακτικά, τουλάχιστον µέχρι τα µέσα του προηγούµενου αιώνα, και η µαρτυρία αυτή αποδεικνύει ότι στο νησί υπήρχαν τροφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες απόλυτα κατάλληλες για τη µόνιµη παρουσία των ευαίσθητων αυτών πουλιών. Σίγουρα, ένα µεγάλο µέρος του νησιού ήταν δύσβατο κι απρόσιτο, ιδίως το βόρειο και νοτιοδυτικό τµήµα, ενώ η ύπαρξη φυσικής λείας εξασφάλιζε την επιβίωση σε είδη που κυνηγάνε, αλλά βασίζονται εποχιακά σε πτώματα για να τραφούν, ιδίως το χειµώνα∙ τέτοια είδη είναι ο Θαλασσαετός και ο Χρυσαετός, οι µεγαλύτεροι και πιο εντυπωσιακοί αετοί της Ευρώπης.
Είναι σχεδόν σίγουρο, ότι υπήρχε και υπάρχει ακόµα µια κάποια μετακίνηση Θαλασσαετών πάνω από τις Κυκλάδες και τα νησιά του Αν. Αιγαίου∙ τέτοια πουλιά
έχουν σκοτωθεί κατά καιρούς στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάµο (όπου το είδος πιθανότατα φώλιαζε στα παραθαλάσσια δάση που κάηκαν), στην Ικαρία, στην Κω, στην Πάτµο και στη Σύµη. Κατά τον Ι. Χωρέµη, το είδος φώλιαζε στη Χίο µέχρι το 1960.
Σήµερα, υπάρχουν ένα ή δύο ζευγάρια Θαλασσαετών σ’ όλη την Ελλάδα. Το είδος βρίσκεται σε άµεσο κίνδυνο εξαφάνισης στην Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο κόσµο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Θαλασσαετοί φώλιαζαν στη Γυάρο µέχρι τον πόλεµο∙ πολλές είναι οι σχετικές µαρτυρίες ψαράδων που τους έβλεπαν να τρώνε νεκρές φώκιες και δελφίνια που εξόκελλαν στη στεριά, ενώ ο τελευταίος Θαλασσαετός σκοτώθηκε στη Γυάρο και ταριχεύτηκε στη Σύρα από τον ταριχευτή Παναγόπουλο.
Νεαροί Θαλασσαετοί παρατηρήθηκαν στη Σύρα το 1981, το 1983 και το 1985. Τα πουλιά αυτά βρίσκονταν σε µετακίνηση και έρχονταν σίγουρα από πολύ µακριά. Είναι σίγουρο, πως το είδος δεν υπάρχει πια στο Αιγαίο, και απλά περνάει από την περιοχή όταν µεταναστεύει. Τα πουλιά που παρατηρούνται στις Κυκλάδες προέρχονται, κατά πάσα πιθανότητα, από τη Σκανδιναβία ή τη Σοβιετική Ένωση.
Ήδη από τα µέσα του αιώνα, οι πληθυσµοί των Θαλασσαετών µειώθηκαν σηµαντικά, και η κατανοµή του είδους συρρικνώθηκε. Η καταστροφή των υγροτόπων και των δασών που φώλιαζε, το παράνοµο κι ανεξέλεγκτο κυνήγι, η χρήση δηλητηριασµένων δολωµάτων για τον έλεγχο των δήθεν «επιβλαβών», καθώς και η εκτεταµένη χρήση φυτοφαρμάκων που προκαλούν στείρωση στα αρπακτικά, στάθηκαν καθοριστικοί παράγοντες για τη βαθµιαία παρακµή του είδους τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία. Στην Ελλάδα, υπάρχουν, πια, µόνο ένα ή δυο ζευγάρια που αναπαράγονται. Είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν υπάρχει πια αναπαραγωγική δραστηριότητα σ’ όλη την έκταση του Αιγαίου, και τα ζευγάρια που φώλιαζαν στη Σάµο, στη Χίο και στα Δωδεκάνησα έχουν ξεκληριστεί. Στις Σποράδες, στις Κυκλάδες και στο Αν. Αιγαίο, οι γηραιότεροι ψαράδες θυµούνται ακόµα τους Θαλασσαετούς, που φώλιαζαν σε βραχώδεις ακτές και ερηµονήσια, όπως αυτό στη νότια ακτή της Χίου, όπου το τελευταίο πουλί παρατηρήθηκε το 1967.
Μαρτυρίες περιηγητών και ερευνητών αποδεικνύουν, συχνά µε λεπτοµερείς αναφορές, την ύπαρξη Χρυσαετών στις Κυκλάδες, ιδίως στην Άνδρο -όπου το είδος επιβιώνει, πιθανότατα, µέχρι σήµερα- αλλά και στη Σύρα. Μολονότι ο Χρυσαετός δεν είναι τόσο σπάνιος όσο ο Θαλασσαετός, (υπάρχει σε ικανοποιητικούς αριθµούς στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη και τη Λέσβο), δεν παύει να είναι ένα αρπακτικό που χρειάζεται µεγάλες εκτάσεις για να κυνηγήσει διανύοντας αξιοσηµείωτες αποστάσεις καθηµερινά, κι έτσι η επιβίωσή του στις Κυκλάδες εξαρτάται άµεσα από την ύπαρξη τροφής και, το κυριότερο, από τη διατήρηση σε σχετική βιολογική ισορροπία εκτεταµένων περιοχών, απαλλαγµένων από ανθρώπινες επεµβάσεις. Όλοι γνωρίζουµε πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθούν αυτές οι συνθήκες στα νησιά µας ύστερα από την τουριστική αξιοποίηση, αλλά και την αναπτυξιακή δραστηριότητα.
Στην κλασική µελέτη του Erhard για τα πουλιά των Κυκλάδων αναφέρονται αρκετές µαρτυρίες για την ύπαρξη του Θαλασσαετού και του Χρυσαετού στη Σύρα. Σύµφωνα µε το διακεκριµένο ερευνητή, ένας εντυπωσιακός, ενήλικος αετός που είχε για αρκετό διάστηµα παρατηρηθεί σ’ ελεύθερη κατάσταση στο νησί, πιάστηκε και μεταφέρθηκε, µε τη φροντίδα του πρέσβη v. Hahn, στο Ζωολογικό Κήπο της Τεργέστης, όπου τον θεώρησαν σπάνιο απόκτηµα, εξαιτίας της νοηµοσύνης που είχε επιδείξει κατά την εξηµέρωσή του. Στο ίδιο κείµενο, ο Erhard αναφέρει πως ένα ζευγάρι Χρυσαετών έχει µείνει στη Μύκονο, και η φωλιά τους βρίσκεται κοντά στην ακτή∙ τρέφονται µε αδέσποτα σκυλιά και γάτες, µαρτυρία που µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ήδη από τότε, η φυσική λεία των αετών ήταν σπάνια. Ένα γέρικο, και πιθανά άρρωστο ή εξαντληµένο άτοµο, που από την περιγραφή φαίνεται να ήταν Βασιλαετός (Aquilaheliaca) -είδος στα πρόθυρα της εξαφάνισης σήµερα- βρέθηκε κατά τη µετανάστευση στο νησί και εκεί πέθανε.
Ο Erhard δίνει επίσης πληροφορίες για τα πουλιά της Σύρας στο επιστηµονικό περιοδικό Naumannia (1856 και 1858), ανάµεσα στις οποίες αναφέρει ότι στα µέσα του Αυγούστου του 1857 του έφεραν δύο µικρά γεράκια, που τα είχαν πάρει από κάποια φωλιά. Σύµφωνα µε την περιγραφή, πρέπει να ήσαν Μαυροπετρίτες (Falcoeleonorae), ένα είδος γερακιού που ακόµα φωλιάζει στο νησί. Την ίδια εποχή, ο ερευνητής ανακάλυψε µια µεγάλη αποικία γυπών στη Μύκονο. Σήµερα, λιγοστοί γύπες υπάρχουν µόνο στη Νάξο∙ οι κοντινότερες στις Κυκλάδες αποικίες βρίσκονται στην Εύβοια.
Όταν ο χειµώνας ήταν ασυνήθιστα δριµύς, έφταναν στη Σύρα -πάντα κατά τον Erhard- Ωτίδες (Otistarda), τις οποίες οι ντόπιοι ονόµαζαν αγριόγαλους. Σήµερα οι
Ωτίδες, µεγάλα πουλιά στο µέγεθος διάνου, έχουν εξαφανιστεί από την Ελλάδα και αντιμετωπίζουν άµεσο κίνδυνο εξαφάνισης σ’ όλη την έκταση της παγκόσµιας κατανομής τους. Ένα ή δύο άτοµα παρατηρούνται κατά τους πολύ ψυχρούς χειµώνες στον κάµπο της Λάρισας και µένουν για ελάχιστο διάστηµα. Στον Erhard, επίσης, ανήκει και η µοναδική παρατήρηση Πυκνόνωτου στον ελληνικό χώρο, παρατήρηση που δεν επαναλήφθηκε από τότε (1858). Ο Πυκνόνωτος είναι ένα σκούρο, ωδικό πουλί στο µέγεθος τσίχλας, που συναντάται στη Μέση Ανατολή και πολύ σπάνια παρατηρείται δυτικά της Τουρκίας. Η παρατήρηση του Erhard έχει ιδιαίτερη σηµασία, γιατί δεν αφορά ένα µεµονωµένο άτοµο, αλλά ένα ζευγάρι, που του έφεραν ζωντανό από τη Σαντορίνη.